αμαλάπτω

αμαλάπτω
ἀμαλάπτω (Α)
καταστρέφω, αφανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαλός, μεταπλασμένος ρηματικός τ. σε -άπτω κατά το πρότυπο τών συνωνύμων ρ. βλάπτω, δαρδάπτω κ.τ.ό.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμαλός — ἀμαλός, ή, όν (Α) 1. (κυρίως για νεογνά ζώων) μαλακός, απαλός, τρυφερός 2. ασθενικός, αδύναμος 3. (ανώμαλος συγκριτικός) ἀμαλέστερος, α, ον. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικό επίθετο, γνωστό ήδη από τον Όμηρο, που χαρακτηρίζει νεογνά ζώων. Στον Ευριπίδη η λ.… …   Dictionary of Greek

  • ἀμαλαπτομέναν — ἀμαλαπτομένᾱν , ἀμαλάπτω destroy pres part mp fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”